- συνδιατίθημι
- ΜΑ [διατίθημι]διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίησηαρχ.1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)3. προκαλώ σε κάποιον συμπαθητική διάθεση4. παθ. συνδιατίθεμαια) διατίθεμαι, διάκειμαι ομοίως, έχω την ίδια με άλλον διάθεση απέναντι σε έναν τρίτοβ) ιατρ. είμαι άρρωστος και εγώ ταυτόχρονα με άλλονγ) γραμμ. (για ρήμα) υφίσταμαι επίδραση, επηρεάζομαι ως προς τη φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.